Νέα ελπιδοφόρα δεδομένα έρχονται για την υπογονιμότητα και την ενδομητρίωση. Παρά τις δυσκολίες που συνοδεύουν τη διάγνωση της ενδομητρίωσης και τις προκλήσεις που συχνά αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο ταξίδι προς τη μητρότητα, μια μεγάλη μελέτη από την Αγγλία έρχεται να αλλάξει τα δεδομένα.
Η μελέτη, διάρκειας 30 ετών, περιέλαβε περισσότερες από 4 εκατομμύρια γυναίκες στην Αγγλία, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες με υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ενδομητρίωση είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες σε σύγκριση με γυναίκες με υπογονιμότητα άλλης αιτιολογίας. Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στις 2 Ιουλίου 2025 στο 41ο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) στο Παρίσι και θα δημοσιευτούν στο περιοδικό Human Reproduction.
Ειδικότερα, η έρευνα, η οποία διενεργήθηκε στο πλαίσιο της κοινοπραξίας της Ε.Ε. FEMaLe (Finding Endometriosis through Machine Learning), ανέλυσε ιατρικά ιστορικά πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας φροντίδας και μητρότητας, από γυναίκες ηλικίας 13 έως 50 ετών που παρουσίασαν υπογονιμότητα ή συμπτώματα σχετιζόμενα με την ενδομητρίωση, κατά την περίοδο 1991–2020.
Οι ερευνητές εντόπισαν 111.197 περιπτώσεις χειρουργικά επιβεβαιωμένης ενδομητρίωσης, μέσω λαπαροσκόπησης ή λαπαροτομής. Από αυτές, το 6,1% (14.904 γυναίκες) είχαν ιστορικό τόσο ενδομητρίωσης όσο και υπογονιμότητας.
Τι έδειξε η μελέτη
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, το 57,4% (8,556) των γυναικών με υπογονιμότητα και ενδομητρίωση έλαβαν την διάγνωσή τους πριν από την χειρουργική επιβεβαίωση της ενδομητρίωσης. Αυτό υπερτονίζει την ολοένα και αυξανόμενη ανησυχία για τις καθυστερήσεις στη διάγνωση, ένα ευρέως διαδεδομένο εμπόδιο στην έγκαιρη διαχείριση της κατάστασης. Η ενδομητρίωση, μια χρόνια πάθηση κατά την οποία ιστός παρόμοιος με το ενδομήτριο αναπτύσσεται εκτός της μήτρας, είναι γνωστό ότι προκαλεί πυελικό πόνο και αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες γυναικείας υπογονιμότητας.
Γυναίκες με υπογονιμότητα ήταν δύο φορές πιθανότερο να διαγνωστούν με ενδομητρίωση σε σύγκριση με γυναίκες που δεν αντιμετώπιζαν κάποιο ζήτημα. Ωστόσο, παρά τη συσχέτιση μεταξύ ενδομητρίωσσης και δυσκολία αναπαραγωγής, γνυάικες που συμμετείχαν στην μελέτη και είχαν προβλήματα γονιμότητας σχετιζόμενα με ενδομητρίωση είχαν υψηλότερες πιθανοτητες σύλληψης σε αντίθεση με άλλες γυναίκες, η υπογονιμότητα των οποίων οφειλόταν σε άλλα ιατρικά προβλήματα, όπως διαταραχές ωορρηξίας, προβλήματα στις σάλπιγγες ή άνευ αιτιολογίας υπογονιμότητα. Συνολικά, το 40.5% των γυναικών με ενδομητρίωση είχαν τουλάιχστον 1 εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος της μελέτης, ανεξαρτήτως αν είχαν διαγνωστεί με υπογονιμότητα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι γυναίκες με ενδομητρίωση, μπορεί επίσης να αναζητήσουν ιατρική αξιολόγηση νωρίτερα, λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης, τόσο του κοινού όσο και των επαγγελματιών υγείας, σχετικά με τη σύνδεση ενδομητρίωσης και υπογονιμότητας.
Ενώ η γονιμότητα παραμένει ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα, με την ηλικία να παίζει καθοριστικό ρόλο, τα ευρήματα της έρευνας προσφέρουν ισχυρά τεκμηριωμένα δεδομένα που μπορούν να ενισχύσουν ουσιαστικά τη συμβουλευτική γονιμότητας για γυναίκες που μόλις έχουν διαγνωστεί με ενδομητρίωση. Αυτό περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την πιθανότητα υπογονιμότητας, τα συνολικά ποσοστά εγκυμοσύνης και τις εκβάσεις τους, καθώς και πώς αυτές συγκρίνονται με άλλες αιτίες υπογονιμότητας.
Η μελέτη συμβάλλει σε ένα αυξανόμενο σύνολο ερευνών που αναδεικνύουν τα αναπαραγωγικά αποτελέσματα των γυναικών που επηρεάζονται από την ενδομητρίωση και τη κλινική σημασία της μείωσης των καθυστερήσεων στη διάγνωση και τη θεραπεία.
Πηγή: contemporaryobgyn.net