Παρά την ολοένα αυξανόμενη ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους από τους φθαλικές ενώσεις, η έκθεση σε αυτά τα τοξικά χημικά εξακολουθεί να υφίσταται.
Αυτές οι χημικές ουσίες εμπεριέχονται σε έναν ευρύ αριθμό προϊόντων που χρησιμοποιούνται από τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των αρωμάτων και των βερνικιών νυχιών.
Επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Αριζόνα μελετούν τις μοριακές και κυτταρικές επιδράσεις των φθαλικών ενώσεων με στόχο να αναπτύξουν τρόπους που εμποδίζουν ή και ανατρέπουν τον επιβλαβή αντίκτυπό τους στην υγεία.
Οι φθαλικές ενώσεις ή φθαλάτες είναι χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία πλαστικών προκειμένου να αυξήσουν την διάρκεια και την ελαστικότητα υλικών, όπως το PVC, κάτι που σημαίνει, ότι υπάρχουν σε κοινά πλαστικά αντικέιμενα του νοικοκυριού, μεταξύ των οποίων η κουρτίνα του μπάνιου ή τα τάπερ. Πέρα από τα πλαστικά, οι φθαλάτες χρησιμοποιούνται και για τη σύνθεση των συστατικών σε καθημερινά προϊόντα, όπως τα καλλυντικά, τα αποσμητικά, τα αρώματα και τα καθαριστικά.
Ορισμένες χώρες έχουν εκδόσει περιορισμούς και νόμους για κάποιους τύπους φθαλατών.
Παρά τις πιθανές εφαρμογές και την ευρεία χρήση τους, το πρόβλημα με τις φθαλικές ενώσεις έγκειται στους αδύναμους χημικούς δεσμούς τους και στο πόσο εύκολα μπορούν να διαρρεύσουν στο νερό, το έδαφος και ακόμη και στον αέρα που αναπνέουμε. Έρευνες έχουν δείξει ότι αυτές οι χημικές ουσίες μπορούν να λειτουργήσουν ως ενδοκρινικοί διαταράκτες, επηρεάζοντας το ορμονικό σύστημα του σώματος και συμβάλλοντας σε πιθανά αναπαραγωγικά, νευρολογικά, αναπτυξιακά και ανοσολογικά προβλήματα.
Πιο εκτεθειμένες οι γυναίκες
Οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα ευάλωτες στην έκθεση σε φθαλικές ενώσεις, λόγω της αυξημένης χρήσης προϊόντων προσωπικής φροντίδας που τις περιέχουν, συγκεκριμένων φαρμάκων, καθώς και μεγαλύτερης πιθανότητας επαγγελματικής έκθεσης.
«Όταν κοιτάμε τα δεδομένα από την Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής (National Health and Nutrition Examination Survey), οι γυναίκες εμφανίζουν σταθερά υψηλότερα επίπεδα συγκεκριμένων φθαλικών ενώσεων σε σύγκριση με τους άνδρες», δηλώνει η Zelieann Craig, κύρια ερευνήτρια της μελέτης και αναπληρώτρια καθηγήτρια.
«Η κυρίαρχη υπόθεση είναι ότι οι γυναίκες εκτίθενται σε περισσότερα προϊόντα που περιέχουν φθαλικές ενώσεις. Αρώματα, καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας είναι ένα μέρος, αλλά και φάρμακα για παθήσεις όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ή η νόσος του Crohn, που είναι πιο συχνές στις γυναίκες, θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν πηγή», εξηγεί η Craig.
Η Craig τονίζει ότι είναι σημαντικό να βλέπουμε την έκθεση σε φθαλικές ενώσεις ως μέρος ενός ευρύτερου περιβαλλοντικού πλαισίου και ότι τα άτομα δεν πρέπει να αποφεύγουν απαραίτητα τα φάρμακα που χρειάζονται. «Κάποιες εκθέσεις δεν μπορούμε να τις αποφύγουμε, οπότε τις αντισταθμίζουμε μειώνοντας άλλες πηγές».
Η προηγούμενη έρευνα της Craig επικεντρώθηκε στο διβουτυλοφθαλικό (Dibutyl phthalate), μία ιδιαίτερα διαδεδομένη φθαλική ένωση που έδειξε υψηλότερα επίπεδα έκθεσης στις γυναίκες. Ωστόσο, η νέα αυτή μελέτη μετατοπίζει την προσοχή στις μίξεις φθαλικών ενώσεων, που αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια την έκθεση του ανθρώπου στην πραγματική ζωή.
Σκοπός της μελέτης δεν είναι μόνο να επιβεβαιώσει την αιτιώδη σχέση μεταξύ μακροχρόνιας έκθεσης σε φθαλικές ενώσεις και της υπογονιμότητας ή των μεταβολικών ασθενειών, αλλά και να διερευνήσει πώς οι φθαλικές ενώσεις ενδέχεται να αυξάνουν επιβλαβή λιπαρά οξέα στα ωοθυλάκια και να διαταράσσουν τον κυτταρικό ενεργειακό μεταβολισμό. Πέρα από το πώς συμβαίνει η έκθεση στις φθαλικές ενώσεις, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της Craig εστιάζουν στο πώς να την σταματήσουμε ή ακόμη και να την αναστρέψουμε.