bt_bb_section_bottom_section_coverage_image

Στα καλοκαίρια του τότε που μετρούσαμε μπάνια, παγωτά, βγάζαμε «λέπια» και πίναμε νερό από το λάστιχο

«Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο…»

Αυτός ο στίχος του Μίλτου Πασχαλίδη πάντα μου φέρνει στο στόμα τη γεύση του γλυκού βύσσινου από τις βυσσινιές της γιαγιάς μου. Άλλωστε, ως παιδί τις περισσότερες καλοκαιρινές μέρες τις περνούσα εκεί. Σκαρφαλώνοντας στον μικρό μαντρότοιχο για να πιάσω δυο-τρία βύσσινα, που τα έφτανα με το μικροσκοπικό μου χέρι και να κυνηγήσω τα σαμιαμίδια.

Ήμουν ένα παιδί που μεγάλωσε τη δεκαετία του ’90.  Μια εποχή ξέγνοιαστη, που θαρρώ δεν θυμίζει σε τίποτα το σήμερα.. Δεν είναι λίγες οι φορές που, όταν φτάνει ο Ιούνιος, ειδικά εκεί κάπου στις 15 του μήνα, που τελειώνουν τα σχολεία, αρχίζει το flash back.

Κι εκεί πατάω το rewind και η… βιντεοκασέτα των παιδικών χρόνων γυριζει στο παρελθόν. Περιμέναμε πώς και πώς το καλοκαίρι από τον Μάρτιο, αφού μετά την παρέλαση της 25ης τρώγαμε το πρώτο μας παγωτό, ξεκινώντας το μέτρημα.

«Πόσα παγωτά έχεις φάει;» ήταν η κλασική ατάκα μεταξύ των παιδικών μας φίλων και των συμμαθητών μας που συναντιόμασταν στη γειτονιά ή στην αυλή του σχολείου -να σημειώσω ότι μεγάλωσα στην επαρχία- για να κάνουμε ποδήλατο, να παίξουμε μπάσκετ, μήλα ή κρυφτό. Και πριν ή μετά το παιχνίδι πηγαίναμε στο περίπτερο ή στο μπακάλικο και κρεμόμασταν σαν τις αράχνες πάνω από το ψυγείο για να πάρουμε το πυραυλάκι, το ξυλάκι – μπανανόφατσα, «Τρελή Πατούσα» ή το κυπελλάκι με το δώρο στον πάτο.

Παιχνίδια, παγωτά, ανεμελιά

Θυμάμαι πάντα με αγάπη ανέμελο παιχνίδι που ξεκινούσε λίγο μετά το φαγητό και το πέρας της ώρας κοινής ησυχίας. Κοιτούσαμε το ρολόι σαν να δίναμε μικρές σπρωξιές στους δείκτες για να κάνουμε την ώρα να περάσει, να πάει 6 και να ξαμοληθούμε στις γειτονιές. Φωνές, γέλια, ουρλιαχτά, αγώνες ταχύτητας με το ποδήλατο ή απλά τρέχοντας, τα αγαπημένα «Αγαλματάκια ακούνητα», «1,2,3 κόκκινο φως» (τρώει τη σκόνη μας το Squid Game, απλά χωρίς τα διάσπαρτα πτώματα), λάστιχο, σκοινάκι και το «σι-μα-ρι-ό» αντηχούσαν παντού.

Θυμάμαι το διάλειμμα ανάμεσα στα παιχνίδια για να τρέξουμε στην πρώτη ελεύθερη βρύση που θα βρίσκαμε για να πιούμε νερό με τη χούφτα μας ή από το λάστιχο, χωρίς φυσικά να χάσουμε ευκαιρία να μπουγελώσουμε τον διπλανό μας και να αρχίσει ξανά το κυνηγητό.

Θυμάμαι ττις ατελείωτες τούμπες, τα γδαρμένα γόνατα που χρωματίζονταν βάμμα ιωδίου και hansaplast. Πόσες φορές γυρίζαμε γεμάτοι γρατσουνιές, μελανιές, σκισίματα και μετά η μαμά -αν δεν της είχαν πέσει τα μαλλιά- μας φρόντιζε τις πληγές, χωρίς φυσικά να παραλείπει να μας μαλώσει και λίγο.

Θυμάμαι τα καλοκαίρια που δεν είχαμε τάμπλετ ή κινητά, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχαν. Μόνο τηλεόραση ή βίντεο που νοικιάζαμε βιντεοκασέτες με παιδικές ταινίες ή κινούμενα σχέδια από το video club. Ή όταν αράζαμε το μεσημέρι, παρακολουθούσαμε τα video clip των τραγουδιών που έκαναν τότε επιτυχίες στα ραδιόφωνα. Αυτά τα καλοκαίρια τα γεμάτα Στρουμφάκια, Θάντερκατς, Transformers, Κάντι Κάντι και Χάιντι, «Μη μου μιλάς για καλοκαίρια», «Εγώ κι ο Πουφ ή «Αγάπη καλοκαιρινή».

Θυμάμαι τα καλοκαιρινά σαββατοκύριακα που ξυπνούσαμε από νωρίς το πρωί, αφού ο μπαμπάς μας είχε τάξει να πάμε για μπάνιο. Άλλο μέτρημα από ‘κει. «Πόσα μπάνια έχεις κάνει;» ήταν η δεύτερη κλασική ερώτηση μετά τα παγωτά. Μάχες ολόκληρες για το ποιος θα βγει νικητής. Σηκωνόμασταν αχάραγα, ψάχναμε το μαγιό μας, να βρούμε τα μπρατσάκια μας ή τα σωσίβιά μας, τα -ακαλαίσθητα ομολογουμένως- πλαστικά πεδιλάκια για τις πέτρες πιο μικροί, τα βατραχοπέδιλα και τις μάσκες μας, λίγο μεγαλύτεροι. Για να μην πω, ότι ακόμη και τα βατραχοπέδιλα φορούσαμε από το σπίτι με τη μαμά να «τραβάει τα μαλλιά της».

Λακούβες στην άμμο και ψημένοι από το αλάτι

Κι ερχόταν εκείνη η ώρα που «σκάγαμε» στην παραλία με φουσκωτές μπάλες και παίζαμε κάτι σαν water polo -μόνο τέτοιο δεν ήταν-, φρίσμπι, κάναμε «πατητές» με τους φίλους και τα αδέλφια μας ή μακροβούτια περνώντας κάτω από τα πόδια τους, «μαλώναμε» για το ποιος θα πάρει μία θέση στο στρώμα θαλάσσης με τους γονείς να φωνάζουν από την παραλία να μην απομακρυνόμαστε, αλλά σε εμάς από το ένα αυτί να μπαίνει, από το άλλο να βγαίνει.

Θυμάμαι τις λακκούβες χωρίς πάτο που ανοίγαμε στην άμμο, τα κάστρα με τα κουβαδάκια μας που λειτουργούσαν σαν καλούπια για να έχουν το πιο τέλειο σχήμα. Κι όσο πιο τέλεια τα φτιάχναμε, τόσο θα ερχόταν ένα κύμα και θα τα χάλαγε όλα. Νόμος του Μέρφι ξεκάθαρα!

Θυμάμαι τον μπαμπά να φωνάζει να βγούμε επιτέλους από το νερό, αφενός γιατί είχαμε βγάλει λέπια, αφετέρου γιατί κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσουμε και στο σπίτι. Η χειρότερή μας ώρα… Πάντα βρίσκαμε μία δικαιολογία για να βρισκόμαστε στο νερό. Δήθεν να ξεπλύνουμε τις παντόφλες μας και… «ουπς! Σκόνταψα κι έπεσα μέσα στη θάλασσα». «Βρε πού τα πουλάς αυτά», ήταν η απάντηση από τη μαμά που μας τύλιγε γύρω μας την πετσέτα για να αλλάξουμε μαγιό.

Θέλω πίσω αυτήν την ανεμελιά… Την ανεμελιά, της οποίας τη σημασία δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε τότε και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Ανυπομονούσαμε να γίνουμε… μεγάλοι για να κάνουμε ό,τι θέλουμε χωρίς τη μαμά και το μπαμπά να μας δίνουν εντολές.

Πράγματι εκείνα τα παιδικά χρόνια ήταν όμορφα και ανεπιτήδευτα και η ευγνωμοσύνη μου απέραντη για αυτό το υπέροχο παιδικό άλμπουμ γεμάτο φωτογραφίες τραβηγμένες με εκείνες τις παλιές φωτογραφικές μηχανές που έπαιρναν φιλμ…

Facebook Share  X Share  Στείλε με email  Print