bt_bb_section_bottom_section_coverage_image

«Τα πιο παράξενα Χριστούγεννά μου: 3 ώρες στο αυτοκίνητο με ένα μωρό που έκλαιγε, αλλά μου άλλαξε τη ζωή»

Ένας παππούς διηγείται μία πολύ γλυκιά χριστουγεννιάτικη ιστορία.

«Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 2018, πήρα την πτήση από τη Νέα Υόρκη για να επισκεφθώ την οικογένειά μου στην Ιταλία. Η σύζυγός μου και η κόρη μου είχαν μετακομίσει σε μία μικρή πόλη πριν από κάποια χρόνια και και εγώ σκόπευα, εν ευθέτω χρόνω, να ενταχθώ μόνιμα στη ζωή τους εκεί.

Είχα κάνει αυτό το ταξίδι και στο παρελθόν, μία ή δύο φορές τον χρόνο από τότε που μετακόμισαν, κυρίως για να γνωρίσω τον τόπο. Όμως αυτή τη φορά ήταν διαφορετική. Η Καρολάιν είχε πρόσφατα αποκτήσει το πρώτο της παιδί και το πρώτο μας εγγόνι. Και τώρα, αφού είχα αρκεστεί σε φωτογραφίες και βίντεο, θα γνώριζα επιτέλους τη μόλις 11 εβδομάδων εγγονή μου. Σπάνια στη ζωή μου είχα νιώσει τόσο ενθουσιασμό για μια επικείμενη συνάντηση.

Βγαίνοντας από το αεροδρόμιο, είδα την κόρη μου να κρατά το μωρό στην αγκαλιά της. «Γεια σου, μικρούλα», είπα, απλώνοντας το χέρι μου για να πιάσω τα μικροσκοπικά της χεράκια. «Είμαι ο παππούς. Χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνωρίζω».

Όλα καλά μέχρι εδώ σκέφτηκα. Εκτός από το ότι μετά μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο για τη διαδρομή των 134 μιλίων μέχρι τα σπίτια μας στη Guardia Sanframondi, μια αρχαία πόλη 4.700 κατοίκων σκαρφαλωμένη σε έναν λόφο στην περιοχή της Καμπανίας. Και το μωρό άρχισε αμέσως να κλαίει. Δυνατά. Για την επόμενη μία ώρα.

Σταματήσαμε για φαγητό σε ένα εστιατόριο πάνω στο δρόμο, όπου το μωρό πήρε μία ανάσα. Όμως μόλις τη δέσαμε ξανά στο κάθισμά της, άρχισε πάλι να κλαίει, αυτή τη φορά πιο έντονα. Ούρλιαζε σαν σειρήνα ασθενοφόρου, με τα μάτια της σφιχτά κλειστά, δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της, λαχανιάζοντας ανάμεσα στους λυγμούς.

Σταματήσαμε για φαγητό σε ένα εστιατόριο στον δρόμο, όπου η Λουτσία πήρε μια ανάσα. Όλη την ώρα, η κόρη μου της μιλούσε με μια τρυφερή, τραγουδιστή φωνή, προσπαθώντας να την ηρεμήσει.

«Θα φτάσουμε σύντομα στο σπίτι, μωρό μου», της έλεγε. «Μετά θα πας κατευθείαν στην κούνια σου και θα νιώσεις καλύτερα». Το ίδιο έκανε κι ο γαμπρός μου από το τιμόνι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Λουτσία συνέχισε να κλαίει για άλλη μία ώρα, με τα πνευμόνια της να φουσκώνουν σαν φυσερά. Καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας, έπειτα από σχεδόν τρεις ώρες στον δρόμο, η Λουτσία έφτασε σε κορύφωση, με ένταση σχεδόν οπερατική.

«Λυπάμαι τόσο, μπαμπά», είπε η Καρολάιν από το πίσω κάθισμα. «Η Λουτσία μάλλον κάνει εντύπωση με το καλημέρα. Μετανιώνεις που ήρθες;» «Όχι», είπα. «Γιατί να μετανιώνω; Ακούω το πρώτο μας εγγόνι. Δεν μπορώ να φανταστώ πιο όμορφο ήχο στον κόσμο». Και το εννοούσα. Φυσικά και λυπόμουν που το μωρό ήταν αναστατωμένο. Ίσως πεινούσε ή διψούσε ή ένιωθε άβολα δεμένη στο κάθισμά της. Αλλά ήξερα αυτό: τα μωρά κλαίνε. Και μπορεί να κλαίνε ό,τι κι αν κάνεις. Υπέθεσα ότι η Λουτσία είχε τους λόγους της.

Μέχρι τότε, παρόλο που μόλις είχαμε γνωριστεί, είχα ήδη κάποια κοινή ιστορία με την εγγονούλα μου. Επτά εβδομάδες πριν από τη γέννησή της, είχαμε δει την εικόνα της σε υπέρηχο. Κουλουριασμένη στην κοιλιά της μαμάς της. Ακούσαμε και τον χτύπο της καρδιάς της.

Λίγο αφότου γεννήθηκε, η γυναίκα μου με πήρε τηλέφωνο. «Ήρθε», ψιθύρισε με τη φωνή της να σπάει. «Και είναι τέλεια». Αργότερα έμαθα ότι το μωρό γεννήθηκε με τα μάτια ανοιχτά, σαν να ήθελε να δείξει ότι ήταν έτοιμη για δράση, ένα φαινόμενο που εμφανίζεται μόνο σε περίπου ένα στα τρία μωρά.

Ξαφνικά, φτάνοντας στο σπίτι μετά τη διαδρομή, με κατέκλυσε ένα παράξενο συναίσθημα. Αυτά θα ήταν τα πρώτα μου Χριστούγεννα ως παππούς. Και, κατ’ επέκταση, τα πρώτα μου επισήμως ως «γέρος». Ήταν άγνωστο έδαφος. Θα τα κατάφερνα άραγε ως παππούς; Πόσο καλά θα προσαρμοζόμουν στη νέα μου θέση στον κόσμο των ηλικιωμένων; Θα το μάθαινα σύντομα.

Σήμερα, ζούμε πέντε λεπτά με τα πόδια από την εγγονούλα μου. Είναι πλέον επτά ετών, μαθήτρια της δευτέρας τάξης. Κάθε φορά που πηγαίνει στο πάρκο της πόλης, όλα τα παιδιά της φωνάζουν, έτοιμα να παίξουν μαζί της. Συνήθως δίπλα της περπατά, χέρι-χέρι ο δίχρονος αδελφός της.

Η εγγονή μου άλλαξε για πάντα την εξίσωση για μένα εκείνη την ημέρα. Και τι έγινε αν έκλαψε ασταμάτητα για τρεις ώρες στο αυτοκίνητο; Από τότε, ο ερχομός της στον κόσμο έχει πλουτίσει κάθε στιγμή της ζωής μου — και ποτέ περισσότερο απ’ ό,τι όταν φτάνουν τα Χριστούγεννα».

Πηγή: Guardian

 

Facebook Share  X Share  Στείλε με email  Print