Όταν βρεθεί μια ύποπτη αλλοίωση, πραγματοποιείται βιοψία με κόπτουσα βελόνη ώστε να ταυτοποιηθεί ιστολογικά. Εάν η διάγνωση είναι κακοήθεια, πρέπει να γνωρίζουμε τον τύπο του καρκίνου και τα επιμέρους χαρακτηριστικά του, ώστε να σχεδιαστεί ή ενδεικνυόμενη θεραπεία.
Όταν ο όγκος είναι αψηλάφητος, αντιμετωπίζεται συνηθέστερα με ογκεκτομή, που περιλαμβάνει τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου, με διατήρηση του μαστού. Στη συγκεκριμένη μέθοδο, είναι απαραίτητος ο εντοπισμός και η σήμανση της μη ψηλαφητής αλλοίωσης. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί άμεσα προεγχειρητικά, με την τοποθέτηση υπό μαστογραφική ή υπερηχογραφική καθοδήγηση ενός λεπτού συρμάτινου οδηγού με το άκρο του στο κέντρο της καρκινικής βλάβης, ή ακόμη και εβδομάδες πριν την επέμβαση, με τη χρήση άλλων τεχνικών σήμανσης (μαγνητικό έλασμα, ραδιενεργό υλικό, χρωστική κλπ). Με τον τρόπο αυτό αφαιρείται στοχευμένα μόνο το τμήμα του μαστού που πάσχει, χαρίζοντας ένα πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα μετεγχειρητικά.
Επικουρικά, μετά την αποθεραπεία από τη χειρουργική επέμβαση, ακολουθεί ακτινοθεραπεία του εναπομείναντος μαστού, με στόχο τη μείωση της πιθανότητας τοπική υποτροπής και τον άριστο τοπικό έλεγχο της νόσου.
Για περισσότερες πληροφορίες: www.liakouparaskevi.gr