H ιδέα ότι οι μαμάδες είναι βιολογικά συνδεδεμένες με το ξύπνημα όταν το μωρό κλαίει, ενώ οι μαπμπάδες δεν ακούνε το παραμικρό, υπάρχει ακόμη και σήμερα.
Μία νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Aarhus στη Δανία, ωστόσο, επισημαίνει, ότι η διαφορά μεταξύ μητέρας και πατέρα στο άκουσμα του κλάματος του μωρού είναι μικρότερες από όσο πιστεύαμε και η προηγούμενη αντίληψη απέχει αρκετά από την πραγματικότητα.
Συμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Emotion οι γυναίκες είναι μόλις 14% πιο πιθανό να ξυπνήσουν από ήχους χαμηλής έντασης. Όταν όμως το κλάμα του μωρού φτάσει σε φυσιολογικά επίπεδα έντασης, οι άντρες αντιδρούν το ίδιο με τις γυναίκες . Η δεύτερη φάση της μελέτης ακολούθησε 117 ζευγάρια – πρώτη φορά γονείς- κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του μωρού.
Παρά το γεγονός, ότι και οι δύο γονείς άκουγαν το μωρό, οι μαμάδες ήταν αυτές που σηκώνονταν περισσότερες φορές, όταν έκλαιγε το μωρό, σε σχέση με τους μπαμπάδες.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, η μεγάλη διαφορά στη φροντίδα κατά τη διάρκεια της νύχτας δεν μπορεί να εξηγηθεί από τις μικρές διαφορές που παρατήρησαν στην ευαισθησία στον ήχο μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ωστόσο, τι κρύβεται πίσω από αυτό το χάσμα; Οι ερευνητές τονίζουν, ότι έχει να κάνει περισσότερο με την κοινωνική δομή παρά με την ευαισθησία.
Η άδεια μητρότητας συχνά ξεκινά νωρίτερα και διαρκεί περισσότερο σε σχέση με τη πατρική, δίνοντας τη δυνατότητα στις μαμάδες να έχουν το προβάδισμα στην εμπειρία της φροντίδας του μωρού. Παράλληλα, ο θηλασμός κάνει ακόμη πιο ευαίσθητες της μαμάδες στο νυχτερινό ξύπνημα του μωρού.
Το συμπέρασμα είναι, ότι οι μπαμπάδες μπορούν να ξυπνήσουν, απλώς συνήθως δεν το κάνουν. Η φροντίδα ενός παιδιού είναι κοινή υπόθεση και ήρθε η ώρα να σπάσουν τα στερεότυπα.