bt_bb_section_bottom_section_coverage_image

Τι πραγματικά σημαίνει το κλάμα του μωρού και γιατί το μητρικό ένστικτο είναι μύθος

Ο ήχος διαταράσσει την ησυχία της νύχτας στα δύο: ένα παραπονεμένο ρουθούνισμα, μετά ένας λυγμός που κλιμακώνεται μέχρι να ξεκινήσει το κλάμα. 

Για κάθε γονιό ή φροντιστή είναι κάτι το οικείο, μία επείγουσα κλήση για να αναλάβουν δράση. Όμως, τι ακριβώς σημαίνει; Το μωρό πεινάει; Νιώθει πόνο; Μοναξιά ή απλώς άβολα;

Εδώ και γενιές ολόκληρες, μας έλεγαν ότι η κατανόηση αυτής της πρωτόγονης «γλώσσας» είναι ζήτημα διαίσθησης, ένα «μητρικό ένστικτο» που επιτρέπει στη μητέρα να μαντεύει τις ανάγκες του παιδιού της. Η κοινωνία ενισχύει συχνά αυτή την ιδέα, δημιουργώντας μια ελίτ σχεδόν «τηλεπαθητικών» υπερ-γονιών που φαίνεται να ξέρουν τα πάντα, ενώ την ίδια στιγμή αφήνει πολλούς άλλους γονείς να νιώθουν ανεπαρκείς και γεμάτοι ενοχές όταν δεν μπορούν αμέσως να αποκρυπτογραφήσουν το μήνυμα.

Βιοακουστικοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Nicolas Mathevon, καθηγητή Νευροεπιστημών και Βιοακουστικής των Πανεπιστημίων Saint-Étienne και Jean Monnet, πέρασαν χρόνια μελετώντας την επικοινωνία των ζώων με τα μικρά τους. Από τις απαλές φωνές των μικρών κροκοδείλων που συγχρονίζουν το σπάσιμο του κελύφους τους και ωθούν τον γονιό να σκάψει τη φωλιά, μέχρι τα καλέσματα των ζέβρα φίντζες που επιτρέπουν την αναγνώριση συντρόφου. Όταν όμως έστρεψαν την προσοχή τους στο ανθρώπινο είδος, η ανακάλυψη ότι τα κλάματα των ανθρώπινων μωρών κρύβουν το ίδιο, αν όχι μεγαλύτερο, μυστήριο ήταν μία έκπληξη.

Πέρασαν δεκαετίες εφαρμόζοντας μεθόδους ακουστικής ανάλυσης, ψυχο-ακουστικών πειραμάτων και νευρο-εικόνων σε αυτόν τον πολύ τρυφερό κόσμο.  Το πρώτο και ίσως το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να γνωρίζουμε είναι το εξής: Δεν μπορείς να εξηγήσεις γιατί κλαίει το μωρό μόνο και μόνο από τον ήχο του κλάματος. 

Ο μύθος της γλώσσας του κλάματος

Πολλοί γονείς νιώθουν έντονη πίεση να γίνουν ειδικοί στο κλάμα και μία ολόκληρη βιομηχανία έχει στηθεί γύρω από τη διαχείριση αυτής της αγνωίας. Εφαρμογές, συσκευές και πανάκριβα εκπαιδευτικά προγράμματα, όλα υπόσχονται να μεταφράσουν το κλάμα του μωρού σε ξεχωριστές ανάγκες όπως: «Πεινάω», «Άλλαξέ μου την πάνα», «Είμαι κουρασμένο». Οι έρευνες, ωστόσο, δείχνουν, ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι.

Για να το εξετάσουν αυτό επιστημονικά, οι ερευνητές διεξήγαγαν μίας μεγάλης κλίμακας μελέτη. Τοποθέτησαν αυτόματους καταγραφείς στα δωμάτια 24 μωρών, ηχογραφώντας τα συνεχώς για δύο ημέρες σε διάφορες ηλικίες τους πρώτους τέσσερις μήνες της ζωής τους. Αυτό έδωσε μία τεράστια βάση δεδομένων 3.600 ωρών καταγραφής, που περιείχαν 40.000 «συλλαβές κλάματος». Οι αφοσιωμένοι γονείς

κατέγραφαν με προσοχή την ενέργεια που κατάφερνε να ηρεμήσει το μωρό, δίνοντάς μας έτσι μια «αιτία» για κάθε κλάμα: πείνα (που σταματούσε με το μπιμπερό), δυσφορία (που υποχωρούσε με την αλλαγή πάνας) ή απομόνωση (που καταπραϋνόταν με την αγκαλιά). Στη συνέχεια χρησιμοποιήσαμε αλγορίθμους μηχανικής μάθησης, εκπαιδεύοντας μια τεχνητή νοημοσύνη πάνω στις ακουστικές ιδιότητες αυτών των χιλιάδων κλαμάτων, για να δούμε αν μπορούσε να μάθει να αναγνωρίζει την αιτία. Αν υπήρχε ένα ξεχωριστό «κλάμα της πείνας» ή «κλάμα της δυσφορίας», η τεχνητή νοημοσύνη θα έπρεπε να μπορεί να το ανιχνεύσει.

Το αποτέλεσμα ήταν μία αποτυχία. Το ποσοστό επιτυχίας της τεχνητής νοημοσύνης ήταν μόλις 36%  ελάχιστα υψηλότερο από το 33% που θα είχε αν απαντούσε στην τύχη. Για να βεβαιωθούν οι επιστήμονες, ότι αυτό δεν οφειλόταν απλώς σε περιορισμούς της τεχνολογίας, επανέλαβαν το πείραμα με ανθρώπινους ακροατές. Ζήτησαν από γονείς αλλά και από άτομα χωρίς παιδιά να «εκπαιδευτούν» πρώτα στα κλάματα ενός συγκεκριμένου μωρού, όπως θα συνέβαινε στην πραγματική ζωή, και κατόπιν να αναγνωρίσουν την αιτία σε νέα κλάματα του ίδιου μωρού. Τα αποτελέσματά τους δεν ήταν καθόλου καλύτερα.

Κι αυτό επίσης, δεν σήμαινε, ότι οι γονείς μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς χρειαζόταν το μωρό. Σήμαινε απλώς, ότι το κλάμα από μόνο του δεν αποτελεί λεξικό. Είναι απλώς συναγερμός.

Τι μας λέει ακριβώς το κλάμα του μωρού

Αν το κλάμα δεν προδίδει την αιτία του, ποια πληροφορία μπορεί να είναι αξιόπιστη; Η έρευνα ανέδειξε δύο καίρια είδη πληροφοριών.

Το πρώτο είναι στατική πληροφορία: τα μωρά έχουν μοναδική φωνητική ταυτότητα. Όπως κάθε ενήλικας έχει τη δική του φωνή, έτσι και κάθε μωρό έχει μοναδική ταυτότητα στο κλάμα, που καθορίζεται κυρίως από τη θεμελιώδη συχνότητα (δηλαδή το ύψος) του κλάματός τους. Αυτό έχει να κάνει και με την ξεχωριστή ανατομία τους, όπως το μέγεθος του λάρυγγα και των φωνητικών χορδών. Κι αυτός είναι ο λόγος που μπορείς να ξεχωρίσεις το κλάμα του μωρού σου σε ένα μαιευτήριο. Το πιο ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ τα μωρά έχουν τη δική τους ταυτότητα, δεν έχουν ταυτότητα φύλου. Οι λάρυγγες των μωρών τόσο αγοριών, όσο και κοριτσιών έχουν το ίδιο μέγεθος. Κι όμως, οι ενήλικες αποδίδουν σταθερά τα πιο οξέα κλάματα σε κορίτσια και τα πιο βαριά σε αγόρια, προβάλλοντας τη γνώση που έχουν από τις φωνές των ενηλίκων πάνω στα βρέφη.

Το δεύτερο -και πιο σημαντικό- είναι δυναμική πληροφορία: το επίπεδο της δυσφορίας του μωρού. Είναι το πι οσημαντικό μήνυμα που κωδικοποιείται σε ένα κλάμα και καθρίζεται περισσότερο από την ποιότητα που αποκαλείται «ακουστική τραχύτητα». Το κλάμα μίας απλής δυσφορίας,το να κρυώνει το μωρό μετά το μπάνιο για παράδειγμα, είναι αρμονικό και μελωδικό. Οι φωνητικές χορδές πάλλονται σε έναν σταθερό ρυθμό. Όμως, όταν πρόκειται για ένα κλάμα πόνου, όπως καταγράφηκε από τους επιστήμονες κατά τη διάρκεια ενός εμβολιασμού, είναι σε μεγάλο βαθμό πιο διαφορετικός. Γίνεται σκληρό, χαοτικό και διαπεραστικό. Αυτό συμβαίνει, επειδή το στρες του πόνου κάνει το μωρό να θέλει να βγάλει περισότερο αέρα μέσα από τις φωνητικές του χορδές, κάνοντάς τις να πάλλονται σε έναν αποδιοργανωμένο, μη γραμμικό ρυθμό.  Σκεφτείτε τη διαφορά  μεταξύ μίας καθαρής νότας από ένα φλάουτο και τον σκληρό ήχο, όταν φυσάτε πολύ δυνατά. 

Είναι γνώση, όχι ένστικτο

Συνεπώς, ποιος είναι καλύτερο στην αποκωδικοποίηση αυτών των περίππλοκων σημάτων; Ο μύθος του «μητρικού ενστίκτου» υποδεικνύει ότι οι μαμάδες είναι βιολογικά καλωδιωμένες με αυτό. Η επιστήμη, ωστόσο, το ανατρέπει. Ένα ένστικτο είναι αυτόματο και εσωτερικό. Το να κατανοήσεις το κλάμα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Σε μία από τις βασικές μελέτες  εξετάστηκαν μητέρες και πατέρες ως προς την ικανότητά τους να αναγνωρίσουν το κλάμα του δικού τους μωρού ανάμεσα σε άλλα. Δεν εντοπίστηκε καμία διαφορά στην επίδοσή τους. Ο σημαντικότερος παράγοντας ήταν ο χρόνος που περνούσαν με το παιδί. Οι πατέρες που αφιέρωναν τον ίδιο χρόνο με τα μωρά τους ήταν εξίσου ικανοί με τις μητέρες. Η ικανότητα να «αποκωδικοποιεί» κανείς τα κλάματα δεν είναι έμφυτη. Καλλιεργείται μέσα από την εμπειρία. Αυτό το επιβεβαιώθηκε και σε μελέτες με ενήλικες χωρίς παιδιά: διαπιστώσαμε ότι μπορούσαν να μάθουν να αναγνωρίζουν τη φωνή ενός συγκεκριμένου μωρού αφού την άκουγαν για λιγότερο από 60 δευτερόλεπτα. Όσοι είχαν προηγούμενη εμπειρία φροντίδας παιδιών όπως babysitting ή ανατροφή μικρότερων αδελφώνήταν αισθητά καλύτεροι στο να αναγνωρίζουν τα κλάματα πόνου από εκείνους χωρίς εμπειρία.

Όλα αυτά έχουν απόλυτη λογική σε εξελικτικό πλαίσιο. Οι άνθρωποι είναι «συνεργατικοί γονείς». Σε αντίθεση με πολλά πρωτεύοντα, όπου η μητέρα έχει σχεδόν αποκλειστική σχέση με το βρέφος της, τα ανθρώπινα μωρά φροντίζονταν ιστορικά από ένα δίκτυο ατόμων: πατέρες, παππούδες και γιαγιάδες, αδέλφια και άλλα μέλη της κοινότητας. Σε κάποιες κοινωνίες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών ένα μωρό μπορεί να έχει μέχρι και 14 διαφορετικούς φροντιστές. Ένα «ένστικτο» αποκλειστικά μητρικό θα ήταν σοβαρό μειονέκτημα για ένα είδος που βασίζεται στην ομαδική φροντίδα.

Όλα είναι θέμα εμπειρίας 

Η κατανόηση της επιστήμης γύρω από το κλάμα δεν είναι απλώς μια ακαδημαϊκή άσκηση· έχει βαθιές προεκτάσεις στην πραγματική ζωή. Το ασταμάτητο κλάμα, ιδιαίτερα εκείνο που οφείλεται σε κολικούς (που επηρεάζουν μέχρι και το ένα τέταρτο των βρεφών), αποτελεί βασική πηγή άγχους για τους γονείς, στέρησης ύπνου και εξάντλησης. Αυτή η εξάντληση μπορεί να οδηγήσει σε αισθήματα αποτυχίας και, στη χειρότερη περίπτωση, να αποτελέσει πυροδοτικό παράγοντα για το σύνδρομο ανατάραξης βρέφους (shaken baby syndrome), μια τραγική αλλά αποτρέψιμη μορφή κακοποίησης.

Η γνώση ότι δεν είναι «υποχρέωσή σας» να καταλαβαίνετε αυτομάτως τι σημαίνει κάθε κλάμα μπορεί να είναι απίστευτα λυτρωτική. Απομακρύνει το βάρος της ενοχής και σας επιτρέπει να εστιάσετε στην πρακτική πλευρά: να ελέγξετε το πλαίσιο, να αξιολογήσετε το επίπεδο δυσφορίας (είναι το κλάμα τραχύ ή μελωδικό;) και να δοκιμάσετε λύσεις. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η επιστήμη αναδεικνύει τη μεγαλύτερη δύναμη του είδους μας: τη συνεργασία. Το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ικανός φροντιστής μέσα από την εμπειρία σημαίνει ότι δεν προορίζεστε να το περάσετε αυτό μόνοι σας. Τα ανυπόφορα κλάματα γίνονται πιο υποφερτά όταν μπορείτε να τα «μοιραστείτε» με έναν σύντροφο, έναν παππού ή μια φίλη για ένα απαραίτητο διάλειμμα.

Έτσι, την επόμενη φορά που θα ακούσετε εκείνο το διαπεραστικό κλάμα μέσα στη νύχτα, θυμηθείτε τι πραγματικά είναι: όχι μια δοκιμασία των έμφυτων ικανοτήτων σας ούτε μια κρίση για τις γονεϊκές σας δεξιότητες, αλλά ένας απλός, δυνατός συναγερμός. Ένα σήμα φτιαγμένο όχι για να απαντηθεί από κάποιο μυστικιστικό ένστικτο, αλλά από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο γεμάτο φροντίδα, προσοχή και εμπειρία. Και αν νιώθετε ότι σας καταβάλλει, η πιο επιστημονικά τεκμηριωμένη και εξελικτικά σωστή αντίδραση είναι να ζητήσετε βοήθεια.

Πηγή: studyfinds.org

 

Facebook Share  X Share  Στείλε με email  Print