Το κλάμα ενός αναστατωμένου μωρού προκαλεί άμεση συναισθηματική αντίδραση τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες. Κι αυτό διαπιστώνεται επιστημονικά.
Χρησιμοποιώντας θερμική απεικόνιση, παρατήρησαν μια ξαφνική συρροή αίματος στο πρόσωπο των συμμετεχόντων, η οποία αύξανε τη θερμοκρασία του δέρματός τους κάθε φορά που άκουγαν ηχογραφήσεις βρεφών να κλαίνε. Η αντίδραση αυτή ήταν εντονότερη και πιο συγχρονισμένη όταν τα μωρά ήταν πραγματικά αναστατωμένα, παράγοντας πιο χαοτικούς και δυσαρμονικούς ήχους. «Η συναισθηματική μας αντίδραση εξαρτάται από την ακουστική τραχύτητα του κλάματος», εξήγησε ο καθηγητής Nicolas Mathevon από το Πανεπιστήμιο του Saint-Etienne στη Γαλλία. «Είμαστε ευαίσθητοι σε ακουστικές παραμέτρους που κωδικοποιούν το επίπεδο πόνου ενός μωρού».
Η εξέλιξη έχει «εξοπλίσει» τα βρέφη με έναν ήχο που δύσκολα αγνοείται, ώστε να αυξάνονται οι πιθανότητες να λάβουν φροντίδα. Ωστόσο, δεν είναι όλα τα κλάματα ίδια. Όταν ένα μωρό βρίσκεται σε πραγματική δυσφορία, συσπά έντονα το θώρακά του, παράγοντας αέρα υψηλής πίεσης που προκαλεί ακανόνιστες δονήσεις στις φωνητικές χορδές. Έτσι προκύπτει η λεγόμενη «ακουστική τραχύτητα» ή, πιο επιστημονικά, τα δυσαρμονικά μη γραμμικά φαινόμενα (NLP).
Πώς έγινε η έρευνα
Για να εξετάσουν πώς αντιδρούν άνδρες και γυναίκες στα κλάματα, οι επιστήμονες έπαιξαν ηχογραφήσεις σε εθελοντές με ελάχιστη ή καθόλου εμπειρία με μωρά. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης, οι συμμετέχοντες καταγράφονταν με θερμική κάμερα που εντόπιζε μικροσκοπικές μεταβολές στη θερμοκρασία του προσώπου.
Οι ενήλικες άκουσαν 16 διαφορετικά κλάματα σε τέσσερις συνεδρίες και κλήθηκαν να αξιολογήσουν αν το μωρό βίωνε απλή δυσφορία ή έντονο πόνο. Τα ηχητικά προέρχονταν από μωρά που αντιδρούσαν σε διαφορετικά ερεθίσματα, από την ενόχληση κατά το μπάνιο μέχρι το τσίμπημα της βελόνας στο εμβόλιο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι άνδρες και γυναίκες αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο. Τα κλάματα με υψηλότερα επίπεδα NLP θεωρήθηκαν πιο επώδυνα, ανεξάρτητα από την ένταση, και προκάλεσαν τις μεγαλύτερες αλλαγές στη θερμοκρασία του προσώπου.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Journal of The Royal Society Interface, κατέληξε ότι η «ακουστική τραχύτητα» στα κλάματα των μωρών προκαλεί μια αυτόματη, ενστικτώδη αντίδραση, επιτρέποντας στους ανθρώπους να ξεχωρίζουν πότε ένα μωρό είναι απλώς ανήσυχο και πότε υποφέρει πραγματικά.
«Όσο πιο έντονο πόνο μεταφέρουν τα κλάματα, τόσο ισχυρότερη είναι η απόκριση του αυτόνομου νευρικού μας συστήματος», σημείωσε ο Mathevon. «Για πρώτη φορά μετρήσαμε τόσο άμεσα την αντίδρασή μας σε κλάματα μωρών· είναι ακόμη νωρίς για να ξέρουμε αν αυτά τα ευρήματα θα έχουν πρακτικές εφαρμογές στο μέλλον».
Πηγή: Guardian