Οι δάσκαλοι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού δουλεύουν σκληρά όλη τη χρονιά για να στηρίξουν τις αναδυόμενες δεξιότητες ανάγνωσης των μαθητών τους.
Η ανταμοιβή –η πρόοδος στον γραμματισμό– συνήθως έρχεται προς το τέλος της σχολικής χρονιάς, λίγο πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές. Εκείνη θα ήταν η ιδανική στιγμή για τα παιδιά που μόλις ξεκινούν να διαβάζουν να καλλιεργήσουν περαιτέρω τις δεξιότητές τους μέσα από ανάγνωση για ευχαρίστηση, μόνα τους ή με τη βοήθεια ενός γονέα.
Ωστόσο, οι πιθανότητες να αφιερώσουν ουσιαστικό χρόνο στο διάβασμα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με έρευνες. Τηλεοπτικές σειρές, βίντεο στο διαδίκτυο και παιχνίδια στο κινητό διεκδικούν –και συχνά κερδίζουν– την προσοχή των παιδιών, ενώ και οι σημερινοί γονείς δείχνουν λιγότερο πρόθυμοι να διαβάσουν σε σχέση με προηγούμενες γενιές.
Οι ειδικοί τονίζουν ότι είναι κρίσιμο οι εκπαιδευτικοί να ενθαρρύνουν τους γονείς να διαβάζουν τακτικά στα παιδιά τους.
«Η ανάγνωση δυνατά είναι μια κοινή εμπειρία που ενισχύει τους δεσμούς και προσφέρει στα παιδιά ένα πρότυπο για το πώς ακούγεται η σωστή ανάγνωση, ειδικά όταν ο γονιός χρησιμοποιεί εκφραστικότητα και λίγο δραματοποιεί την ιστορία» εξηγεί η Sue Corbin, ειδικός γραμματισμού και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της International Literacy Association.
Δεν διαβάζουν για ψυχαγωγία
Παραδοσιακά, οι πρώτες εμπειρίες ανάγνωσης των παιδιών ξεκινούσαν από το σπίτι. Όμως η άνοδος του «screen time» φαίνεται να περιορίζει αυτές τις στιγμές.
Σύμφωνα με το National Literacy Trust, μόλις το 11% των παιδιών ηλικίας 0-2 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο περνούσε 1 έως 3 ώρες την ημέρα μπροστά σε οθόνες το 2014. Το ποσοστό αυτό εκτοξεύτηκε στο 42% το 2019. Αντίστοιχα, μελέτη του National Institutes of Health στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι τα παιδιά 12 μηνών είχαν κατά μέσο όρο 53 λεπτά οθόνης την ημέρα, ενώ στα 3 τους χρόνια ο χρόνος αυτός έφτανε τα 150 λεπτά.
Όσο αυξάνεται ο χρόνος στην οθόνη, τόσο λιγοστεύει η πιθανότητα οι γονείς να διαβάζουν στα παιδιά τους. Σε πανεθνική έρευνα της HarperCollins UK (2025), λιγότεροι από τους μισούς γονείς (41%) δήλωσαν ότι διαβάζουν συχνά στα παιδιά έως 4 ετών, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το 64% του 2012. Μόνο το 36% των γονιών με παιδιά 5-7 ετών δήλωσε ότι διαβάζει τακτικά, ενώ μόλις το 40% συμφώνησε ότι η δραστηριότητα είναι διασκεδαστική.
«Όταν τα παιδιά ακούνε συχνά ιστορίες, μαθαίνουν να αγαπούν την ανάγνωση και γίνονται πιο πρόθυμα να διαβάσουν μόνα τους. Εκείνα που διαβάζονται καθημερινά είναι σχεδόν τρεις φορές πιο πιθανό να επιλέξουν ανεξάρτητη ανάγνωση σε σύγκριση με όσα ακούνε ιστορίες μόνο μία φορά την εβδομάδα» σημείωσε η Alison David, διευθύντρια consumer insight στη Farshore και τη HarperCollins Children’s Books.
Τα δεδομένα επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση αυτή. Σύμφωνα με την National Assessment of Educational Progress, το 2022 μόλις το 39% των Αμερικανών 9χρονων δήλωσε ότι διαβάζει για ευχαρίστηση σχεδόν καθημερινά – από 53% το 2012. Ακόμη πιο χαμηλά, μόνο το 14% των 13χρονων διάβαζε για διασκέδαση σε καθημερινή βάση, έναντι 27% το 2012.
Γιατί οι γονείς διαβάζουν λιγότερο στα παιδιά
Η έλλειψη χρόνου, η έλξη των οθονών αλλά και η αλλαγή στη στάση απέναντι στο διάβασμα φαίνεται πως εκτοπίζουν την παλιά συνήθεια της ανάγνωσης δυνατά στο σπίτι.
«Για πολλούς γονείς που μεγάλωσαν με οθόνες, το διάβασμα για ευχαρίστηση δεν είναι κάτι που συνηθίζουν» σχολιάζει η Corbin.
Η έρευνα της HarperCollins κατέδειξε ότι έχει αλλάξει και η αντίληψη για τον σκοπό της ανάγνωσης. Οι γονείς της Generation Z –οι «ψηφιακοί αυτόχθονες» που γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2012– θεωρούν σε μεγαλύτερο ποσοστό την ανάγνωση ως «μάθημα προς εκμάθηση» παρά ως «διασκεδαστική ή εμπλουτιστική δραστηριότητα», συγκριτικά με τους Millennials και τη Generation X.
Το ίδιο πιστεύουν και αρκετά παιδιά: το 29% των παιδιών 5-13 ετών συμφώνησε ότι η ανάγνωση είναι «περισσότερο μάθημα παρά μια ευχάριστη δραστηριότητα».
Οι συγγραφείς της μελέτης εκτιμούν ότι αυτή η νοοτροπία συμβάλλει στην πτώση της ανάγνωσης για ευχαρίστηση, θέση με την οποία συμφωνούν οι ειδικοί.
«Όποιος έχει διδάξει παιδιά ή έχει δικά του ξέρει ότι δεν πρόκειται να κάνουν κάτι αν δεν το θεωρούν διασκεδαστικό» τόνισε η Corbin.
Κι όμως, τα οφέλη του να ακούνε ιστορίες τα παιδιά είναι πολλαπλά. Και το σημαντικότερο: δεν απαιτείται πολύς χρόνος. «Αρκούν μόλις 15 λεπτά την ημέρα για να καλλιεργηθεί αυτή η ανάπτυξη» καταλήγει.