Όλο και περισσότεροι γονείς σήμερα επιλέγουν φυτικά γάλατα για τη διατροφή των παιδιών τους. Ωστόσο, η συστηματική χορήγηση, εναλλακτικά του κανονικού γάλακτος, ενέχει κινδύνους για τη σωστή αύξηση και ανάπτυξη των παιδιών.
Όπως σημειώνει σε ανάρτησή του ο παιδίατρος Κυριάκος Δουλγέρης, με τον όρο «φυτικά γάλατα» εννοούμε ροφήματα τα οποία έχουν ως βάση φυτική πρωτεΐνη και μπορεί να προέρχονται από ρύζι, σόγια, αμύγδαλο, καρύδα, βρώμη κα.
Τι θεωρείται ως «γάλα» ή «γαλακτοκομικό»;
Από ιατρική και διατροφική άποψη το «γάλα» ορίζεται με βάση τα θρεπτικά συστατικά που περιέχει το γάλα αγελάδας (ορισμός FDA). Άρα για να θεωρηθεί ένα άλλο ρόφημα ως «γάλα» θα πρέπει να παρέχει συγκρίσιμη θρεπτική αξία με το τυπικό γάλα.
Αυτή είναι μία σημαντική επισήμανση για να προληφθούν διατροφικές επιπτώσεις από την κατανάλωση μη ισοδύναμων προϊόντων φυτικής προέλευσης, που φέρουν την ένδειξη «γάλα». Όλο και πιο συχνά σήμερα οικογένειες επιλέγουν για τη σίτιση βρεφών και μικρών παιδιών φυτικό γάλα εναλλακτικά του αγελαδινού/κατσικίσιου γάλακτος.
Ποιοι είναι ο λόγοι γι’αυτό ; Ο συνήθης λόγος είναι η αλλεργία ή δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα. Άλλοτε η αλλεργία δεν είναι αληθινή και υπάρχει απλά η αντίληψη στην οικογένεια ότι τα παιδιά τους δεν ανέχονται το αγελαδινό γάλα.
Επίσης συμβάλλουν πεποιθήσεις υγείας που αποκλείουν τη λήψη αγελαδινού γάλακτος ή και οικολογικές ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της γαλακτοκομίας.
Ποιος είναι ο ρόλος των γαλακτοκομικών στη διατροφή βρεφών και νηπίων;
Το μητρικό γάλα ή το βρεφικό γάλα φόρμουλα (που συνήθως περιέχει πρωτεΐνη αγελαδινού γάλακτος) πρέπει να είναι η μοναδική τροφή για τους πρώτους 5-6 μήνες της ζωής. Για τα βρέφη που δεν θηλάζουν η βρεφική φόρμουλα ενισχυμένη με σίδηρο θα πρέπει να είναι η πηγή γάλακτος έως την ηλικία του ενός έτους.
Για τα παιδιά ηλικίας 1-3 ετών συστήνεται κατανάλωση 2-3 μερίδων γαλακτοκομικών ημερησίως (max 600ml γάλα την ημέρα) στα πλαίσια μίας ισορροπημένης διατροφής. Καλύπτουν το 25-30% των ενεργειακών αναγκών και παρέχουν βασικά θρεπτικά συστατικά για την ανάπτυξη.
Τα γαλακτοκομικά παίζουν ένα ρόλο κλειδί στη διατροφή των νηπίων, τόσο για μάκρο- (υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, λιπαρά) και μικροθρεπτικά (βιταμίνες, μέταλλα) συστατικά. Είναι ιδιαίτερα σημαντικά στη κάλυψη των πρωτεϊνικών αναγκών των μικρών παιδιών.
Θέλοντας να συγκρίνουμε την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη σε διαφορετικά είδη γαλάτων ανά μερίδα σε σχέση με το αγελαδινό γάλα βλέπουμε ότι: το γάλα σόγιας φτάνει στο 60% της πρωτεΐνης του αγελαδινού γάλακτος, το γάλα βρώμης στο 36% και σημαντικά λιγότερη είναι η περιεκτικότητα στο γάλα αμυγδάλου ή ρυζιού στο 2% και 8% αντίστοιχα.
Στο σημείο αυτό θα πούμε κάποια στοιχεία για την Αλλεργία στην Πρωτεΐνη Αγελαδινού Γάλακτος καθώς σημαντική μερίδα των ατόμων που καταναλώνουν ροφήματα φυτικού γάλακτος είναι αυτοί ακριβώς οι παιδιατρικοί ασθενείς.
Η αλλεργία στην πρωτεΐνη αγελαδινού γάλακτος είναι η κύρια τροφική αλλεργία σε βρέφη και παιδιά κάτω των 3 ετών. Ωστόσο η αλλεργία με εκδήλωση μόνο από το γαστρεντερικό μπορεί να διαγνωστεί σε όλες τις ηλικίες. Όσον αφορά τη συχνότητα αυτή είναι μεγαλύτερη στο 1ο έτος της ζωής (σε ποσοστό 2-3% των βρεφών) και στη συνέχεια μειώνεται σε λιγότερο από 1% σε παιδιά ηλικίας 6 ετών και άνω.
Βρεφικά γάλατα εκτεταμένης υδρόλυσης με βάση τις φυτικές πρωτεΐνες (πχ πρωτεΐνη ρυζιού) έχουν χρησιμοποιηθεί επικουρικά σε περιπτώσεις βρεφών με σοβαρή αλλεργία στο αγελαδινό γάλα (που καταναλώνουν εκτενώς υδρολυμένο υποαλλεργικό γάλα αγελάδος). Ωστόσο στη περίπτωση αυτή έχουμε ειδικές βρεφικές φόρμουλες ενισχυμένες με πολλαπλά μικροθρεπτικά συστατικά όπως και βασικά αμινοξέα και όχι για απλά ροφήματα φυτικού γάλακτος.
Συμπερασματικά η χαμηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη ανά μερίδα και η χαμηλότερη ποιότητα των φυτικών πρωτεϊνών στα διάφορα ροφήματα γάλακτος οδηγεί σε μειωμένη θρεπτική αξία αυτών των προϊόντων.
Σε περίπτωση που η κατανάλωση φυτικού γάλακτος δεν συνοδεύεται από μία επαρκή και ισορροπημένη διατροφή στερεών τροφών, μπορεί να προκαλέσει αργή γραμμική ανάπτυξη, φτωχή αύξηση βάρους ακόμη και σημεία πρωτεϊνικού υποσιτισμού.
Τα ροφήματα αυτά έχουν συσχετιστεί με ανεπάρκεια βιταμίνης Α, χαμηλή βιταμίνη D, χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου, ραχίτιδα και σιδηροπενική αναιμία. Τέλος δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τον κίνδυνο της τερηδόνας λόγω της συχνής προσθήκης σακχαρόζης σε αυτά τα ροφήματα.