Ένα παιδί 10 ετών ζει με τη μητέρα του, καθώς οι γονείς του χώρισαν πρόσφατα.
Η μητέρα εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία και επιστρέφει στο σπίτι στις 6.00 μ.μ., ενώ το παιδί επιστρέφει με το σχολικό στις 4.30 μ.μ. Με τους συμμαθητές του γελάει, τραγουδάει και κάνει αστεία, αλλά όταν κατεβαίνει στη στάση του σπιτιού του το χαμόγελο χάνεται. Ανοίγει την πόρτα και δεν είναι κανείς.
Μέχρι πριν από λίγους μήνες ο πατέρας του ήταν εκεί και τον περίμενε. Ως καθηγητής σε σχολείο, βρισκόταν στο σπίτι από τις 2.30 μ.μ. Τώρα η πολυθρόνα είναι άδεια και η μητέρα λείπει ακόμη στη δουλειά, αναγκασμένη να κάνει υπερωρίες για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα.
Το σπίτι φαίνεται πιο θλιβερό, οι κοινές φωτογραφίες των γονιών έχουν εξαφανιστεί, και μόνο στο δωμάτιο έχουν απομείνει εικόνες με τον πατέρα. Η αίσθηση ασφάλειας που υπήρχε παλιότερα έχει κλονιστεί.
Το παιδί αντιλαμβάνεται έντονα τις αλλαγές που έφερε το διαζύγιο:
Ο πατέρας έχει μετακομίσει και η απουσία του είναι αισθητή. Οι συναντήσεις περιορίζονται σε δύο φορές την εβδομάδα και κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο στο σπίτι της γιαγιάς, αφού το νέο διαμέρισμα του πατέρα είναι πολύ μικρό.
- Το παλιό οικογενειακό σπίτι μοιάζει άδειο χωρίς τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα.
- Οι γονείς συχνά λένε: «Δεν μπορώ να το πληρώσω αυτό» ή «Είναι πολύ ακριβό για μας».
- Ετοιμάζονται να μετακομίσουν σε μικρότερο σπίτι, με το ενδεχόμενο αλλαγής σχολείου.
- Η μητέρα θα συνεχίσει τις υπερωρίες και θα επιστρέφει πιο αργά.
- Τα μεσημέρια το παιδί τρώει μόνο του, ενώ παλαιότερα έτρωγε με τον πατέρα.
- Τα απογεύματα διαβάζει μόνο του και περιμένει τη μητέρα να επιστρέψει για να ελέγξει τα μαθήματά του.
- Έχει αναλάβει νέες ευθύνες στο σπίτι, όπως το τακτοποίημα του δωματίου του.
Πώς αντιλαμβάνεται το παιδί την αλλαγή
Όπως σημειώνει στο βιβλίο της «Οι γονείς κάνουν τη διαφορά» η ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος, Αλεξάνδρα Καππάτου, το παράδειγμα του 10χρονου παιδιού δείχνει χαρακτηριστικά πώς αντιλαμβάνεται το παιδί τις αλλαγές στην οικογένειά του μετά το διαζύγιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ειδικά, ως μοναχοπαίδι, εκτός από τα πολλά πλεονεκτήματα που απολάμβανε, ο 10χρονος παράλληλα ήταν πιο εκτεθειμένος στους καβγάδες των γονιών του και στις πιέσεις τους.
Στις μεγάλες συγκρούσεις των γονιών, το μοναχοπαίδι πάντα συγκλονίζεται περισσότερο και νιώθει ότι κόβεται στη μέση, θεωρώντας ότι πρέπει να πάρει το μέρος του ενός.
Αν βέβαια τα παιδιά είναι δύο ή περισσότερα, σε ένα βαθμό καλύπτεται η μοναξιά τους, επειδή έχει παρέα το ένα το άλλο. Πολλές φορές μάλιστα τα μεγαλύτερα παρηγορούν τα μικρότερα.Κάθε παιδί μπορεί να βοηθηθεί σε σημαντικό βαθμό να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση, αν οι γονείς διατηρήσουν μια ήρεμη σχέση.
Οι γονείς του 10χρονου, για παράδειγμα, φαίνεται να το έχουν επιτύχει αυτό. Έτσι, και ο μικρός έχει την άνεση να κουβεντιάζει τα συναισθήματά του μαζί τους, πράγμα που τον ανακουφίζει πολύ. Και οι δύο τον διαβεβαιώνουν ότι είναι δίπλα του ό,τι και αν γίνει και ότι αυτή είναι μια μεταβατική φάση. Αργότερα θα είναι καλύτερα για όλους.
Το ίδιο είναι απαραίτητο να λέει κάθε γονιός στα παιδιά του.
Επίσης, η ενίσχυση των επαφών με συνομήλικα παιδιά είναι μια εξαιρετική διέξοδος για αυτά, όπως και η ενασχόληση με άλλες δραστηριότητες, π.χ. αθλητικές. Τέλος, η επαφή με την ευρύτερη οικογένεια, όπως ξαδέλφια, θείους, παππούδες, είναι απαραίτητη για την ομαλή μετάβαση στη νέα κατάσταση που επιβάλλει το διαζύγιο.