Ο θηλασμός είναι μια από τις πρώτες και πιο ισχυρές επαφές ανάμεσα στη μητέρα και το μωρό.
Αν και συχνά παρουσιάζεται ως κάτι φυσικό και αυτονόητο, στην πραγματικότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική διαδικασία, γεμάτη προκλήσεις αλλά και απροσδόκητα δώρα. Δεν το αποδεικνύει μόνο η επιστήμη, το βιώνουν και οι ίδιες οι μητέρες.
Μια από αυτές είναι η Αλεξάνδρα Νίκα, σύντροφος του Κωνσταντίνου Αργυρού, που μοιράστηκε πρόσφατα τη δική της εμπειρία θηλασμού μέσα από μια ανάρτηση στα social media. Με λόγια γεμάτα τρυφερότητα και ειλικρίνεια, μίλησε για τις δυσκολίες που δεν βλέπει κανείς απ’ έξω.
«Ο θηλασμός για εμένα ήταν μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Δεν ήταν τόσο απλός όσο τον φανταζόμουν. Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να τα παρατήσω, που ένιωθα ανεπαρκής… Αλλά κάθε φορά που κοιτούσα τον Βασίλη, έβλεπα στα μάτια του τη δύναμη να συνεχίσω», έγραψε.
Η ανάρτησή της συγκίνησε πολλές γυναίκες γιατί έδωσε φωνή σε μια πλευρά της μητρότητας που παραμένει συχνά αθέατη: την πίεση, τις αμφιβολίες, την αίσθηση πως «δεν είμαι αρκετή».
Όμως, όπως δείχνει και η επιστημονική έρευνα, ο θηλασμός δεν είναι μόνο προσφορά στο παιδί – είναι και μια πηγή δύναμης για τη μητέρα.
Αν και οι περισσότερες γυναίκες γνωρίζουν ότι το μητρικό γάλα ενισχύει την ανοσία και τη νοητική ανάπτυξη του βρέφους, αγνοούν συχνά ότι θωρακίζει και τις ίδιες συναισθηματικά, μειώνοντας το άγχος, ενισχύοντας τον βαθύ ύπνο και λειτουργώντας προστατευτικά έναντι της επιλόχειας κατάθλιψης.
Οι ορμόνες του θηλασμού
Ο θηλασμός ενεργοποιεί τις ορμόνες ωκυτοκίνη και προλακτίνη, που όχι μόνο υποστηρίζουν την παραγωγή γάλακτος, αλλά επηρεάζουν και τον εγκέφαλο της μητέρας. Συμβάλλουν στην ηρεμία, την ενσυναίσθηση, τη συναισθηματική σύνδεση με το βρέφος και την εγρήγορση σε απειλές.
Δεσμός με το μωρό
Η ωκυτοκίνη που απελευθερώνεται κατά τον θηλασμό σχετίζεται με θετικά συναισθήματα, στοργικές συμπεριφορές, και αυξημένη ευαισθησία στα σήματα του μωρού. Μητέρες που θηλάζουν, ειδικά όταν είναι υπό πίεση, φαίνεται να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των παιδιών τους. Ωστόσο, η έρευνα αναγνωρίζει ότι ο δεσμός μητέρας-βρέφους μπορεί να αναπτυχθεί και χωρίς θηλασμό, με βασικότερο ρόλο τις συνθήκες και τη στήριξη που έχει η μητέρα.
Ρύθμιση του άγχους και ανθεκτικότητα
Ο θηλασμός μειώνει τις φυσιολογικές αντιδράσεις στο στρες – όπως καρδιακή πίεση και κορτιζόλη – ειδικά αμέσως μετά τη σίτιση. Αυτή η επίδραση δεν παρατηρείται στον ίδιο βαθμό σε μη θηλάζουσες ή σε γυναίκες χωρίς παιδιά. Επιπλέον, όσο πιο συχνά θηλάζει μια μητέρα, τόσο ισχυρότερη φαίνεται να είναι η προστασία από το στρες.
Πιο βαθύς ύπνος
Παρά τις συχνές αφυπνίσεις, οι θηλάζουσες μητέρες απολαμβάνουν διπλάσιο χρόνο βαθύ ύπνου (slow wave sleep) συγκριτικά με όσες ταΐζουν με μπιμπερό ή δεν έχουν παιδιά. Η προλακτίνη θεωρείται υπεύθυνη για αυτή την προσαρμογή, που βοηθά τις μητέρες να αντέχουν τη νυχτερινή φροντίδα.
Ενστικτώδης προστασία
Σε μελέτες σε ζώα και ανθρώπους, ο θηλασμός έχει συσχετιστεί με ενισχυμένη «μητρική άμυνα» – μια αυξημένη τάση προστασίας απέναντι σε απειλές. Αυτό δεν σημαίνει επιθετικότητα, αλλά ένα ενισχυμένο ένστικτο προστασίας του βρέφους, που σχετίζεται με την ίδια ορμονική κατανομή που μειώνει το στρες.
Επιλόχεια κατάθλιψη: Προστασία ή εμπόδιο;
Ο θηλασμός μπορεί να προστατεύσει από την επιλόχεια κατάθλιψη, ειδικά αν ξεκινήσει νωρίς και διατηρηθεί.
Οι γυναίκες που θηλάζουν περισσότερες φορές ημερησίως παρουσιάζουν χαμηλότερα καταθλιπτικά συμπτώματα, ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη προηγούμενες επιρροές.
Ωστόσο, η κατάθλιψη μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει εμπόδιο στον θηλασμό, καθιστώντας τη σχέση αμφίδρομη και περίπλοκη.
Συνεπώς, ο θηλασμός δεν είναι απλώς βιολογική ανάγκη ή πράξη προσφοράς. Είναι μια σύνθετη, βαθιά ψυχοσωματική εμπειρία που μπορεί να ενισχύσει τη μητέρα σε επίπεδο σωματικό, συναισθηματικό και γνωστικό.
Και όπως αναφέρει και η Αλεξάνδρα Νίκα: «Δεν είμαι τέλεια… αλλά μαθαίνω να μη τα παρατάω».