Έχουν περάσει πάνω από 35 χρόνια, όμως οι μνήμες είναι σχεδόν νωπές.
Ίσως γιατί η αθωότητα της παιδικής ηλικίας, τα χρώματα κι οι μυρωδιές άστραφταν αγάπη κι ανεμελιά. Η πρώτη και μεγαλύτερη χαρά της εποχής ήταν όταν ερχόταν ο Δεκέμβριος και κατέβαιναν από το πατάρι οι κούτες με τα στολίδια. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα σημερινά. Δύο ξύλινα κοντάρια που το ένα εφάρμοζε στο άλλο και πάνω τους είχαν μικρές τρύπες, όπου μπήγονταν μυτερά, ασημένια κλαδιά.
Και ήταν ασημένια για να δίνεται αυτή η αίσθηση του χιονισμένου -τουλάχιστον αυτό υπαγόρευε η παιδική μου φαντασία. Δεν έμαθα ποτέ τον συμβολισμό. Και εδώ που τα λέμε λίγη σημασία είχε.
Τα κουτιά με τα στολίδια άνοιγαν μετά από έναν χρόνο. Στο ένα κουτί όλες οι πλαστικές, στο άλλο τυλιγμένες προσεκτικά με χαρτί οι γυάλινες, που η μαμά τις έβαζε ψηλά για να μην σπάσουν από τις αδέξιες κινήσεις μας και το ατελείωτο κρυφτό κάτω από το δέντρο. Πρώτα όμως, έμπαιναν τα λαμπιόνια. Πολύχρωμα κι αυτά: μπλε, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα… Και μυτερά. Ένα αν ξεκολλούσε και το πατούσες, ο πόνος ήταν διαπεραστικός σαν τσίμπημα δράκαινας.
Η δική μου καλύτερη ώρα του στολισμού ήταν οι πλαστικές μπαλίτσες με τα χρώματα και την ατελείωτη χρυσόσκονη. Μάλιστα, κάποιες τις «κορόιδευα» λίγο για το σχήμα τους: η μία έμοιαζε σαν κρεμμύδι, η άλλη σαν αυγό ή σαν κουκουνάρι. Η μαμά πάντα γελούσε, ασχέτως αν κάθε φορά άκουγε το ίδιο ή άλλο παρόμοιο σχόλιο. Και φυσικά αξίζει να αναφερθώ στις πολύχρωμες γιρλάντες, σε όλα σχεδόν τα χρώματα και η μυτερή κορυφή που την κάναμε σπαθί και παίζαμε ξιφομαχία. Όταν ο στολισμός του δέντρου ολοκληρωνόταν, η πρώτη κίνηση είναι να καθίσουμε οκλαδόν στην φλοκάτη και να φουσκώσουμε τους Άγιους Βασίληδες και τα ελαφάκια, τα οποία πλαισίωναν το δέντρο μαζί με τη φάτνη. Κάθε χρόνο μου αγόραζε ο μπαμπάς από έναν, αφού δεν ζούσαν για πολύ. Από τη μία χρονιά στην άλλη έχαναν τη δυναμική τους και ξεφούσκωναν εύκολα. Οπότε ένας καινούργιος, ήταν μονόδρομος.
Και δεν βλέπαμε την ώρα να γυρίσουμε από το σχολείο για να ξεροσταλιάσουμε κάτω από το δέντρο παίζοντας με τρενάκια, κούκλες ή άλλα παιχνίδια.
Οι χριστουγεννιάτικες χειροτεχνίες και οι σχολικές γιορτές
Τα Χριστούγεννα των 90’s είχε έντονο μεταλλιζέ χρώμα. Και επεκτεινόταν στις χειροτεχνίες. Ήταν η καλύτερη περίοδος για τα καλλιτεχνικά στο σχολείο. Το μεταλλιζέ χαρτόνι σε χρυσό, μπλε του κοβαλτίου, κόκκινο, πράσινο και ασημί πρωταγωνιστούσε στα έργα τέχνης που θα στόλιζαν την τάξη και θα κολλούσαμε στα παράθυρά της.
Σχεδιάζαμε μπότες, αγγελάκια, Άγιους Βασίληδες με βαμβάκι για μούσι, χριστουγεννιάτικα δέντρα και καμπανούλες για να δώσουμε γιορτινή νότα στις σχολικές αίθουσες. Ψαλίδια και κόλλες έπαιρναν κυριολεκτικά φωτιά!
Στις σχολικές γιορτές λέγαμε ποιήματα, παίζαμε σκετς ντυμένοι βοσκοί, μάγοι, αγγελάκια ή Παναγίες. Ειδικά, αν η γιαγιά ή η μαμά έφτιαχνε τη στολή, χαράς ευαγγέλια. Και φυσικά, δεν έλειπαν τα τραγούδια. Ατελείωτες πρόβες για τον Μικρό Τυμπανιστή, το Έλατο, τα Τρίγωνα Κάλαντα, που αντηχούσαν παντού.
Στο τέλος ανταλλάσαμε μικρά χαριτωμένα δωράκια, συνοδευόμενα με χριστουγεννιάτικες κάρτες και όμορφα μηνύματα, πριν από την ανάπαυλα από τα μαθήματα.
Οι μυρωδιές στο σπίτι και τη γειτονιά
Για να πω την πλήρη αλήθεια μου, όταν ανακάλυψα στο βιβλίο της Γλώσσας (Α’ ή Β’ δημοτικού δεν θυμάμαι ακριβώς) ότι υπάρχει κάτι που λέγεται χριστόψωμο, έβαλα τη μαμά μου να το φτιάξει. Η ίδια δεν τα κατάφερνε πολύ με τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, το χριστόψωμο όμως ήταν υπέροχο. Για τα υπόλοιπα φρόντιζε η Μικρασιάτισσα γιαγιά μου (δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός) και η θεία μου.
Ατελείωτα φουρνίσματα, γλυκά όλο μέλι και καρύδι, άχνη και φρέσκο βούτυρο που έκαναν τα Χριστούγεννα ακόμη πιο γλυκά. Θυμάμαι ακόμη, τα σοκολατάκια για την γιορτή του μπαμπά μου που κρύβονταν στο ντουλάπι του σκρίνιου που κλείδωνε, προκειμένουν να επιβιώσουν μέχρι τη γιορτή του. Noisetta ή Τζοκόντα; Αν υπήρχε ντέρμπι «αιωνίων» στα σοκολατάκια, σίγουρα αυτές οι δύο φίρμες ήταν αυτοί οι «αντίπαλοι». Στη δική μας σοκολατιέρα είχαμε νικητή: Noisetta. Ήταν το τραπέζιο σχήμα τους και το ολόκληρο φουντούκι που έκαναν το σαλάκι μας να τρέχει. Γι΄αυτό και βρίσκονταν φρουρούμενα στο σκρίνιο του σαλονιού που ξεκλείδωνε μόνο στις γιορτές.
«Να τα πούμε;»
Κ ερχόταν η πολυπόθητη παραμονή, αφού ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας είχαν τα κάλαντα. Περιμέναμε πώς και πώς την παραμονή των Χριστουγέννων (και της Πρωτοχρονιάς) για να ξεχυθούμε με τους φίλους μας στους δρόμους για να τραγουδήσουμε με τα τριγωνάκια μας. Γυρίζαμε τις πολυκατοικίες, τα μαγαζιά -καθώς έχοντας μεγαλώσει σε επαρχιακή πόλη ήταν αρκετά πιο εύκολο- και περιμέναμε με καρτερικότητα, τι χρήματα θα μας δώσουν.
Η χαρά, όταν τα χρήματα δεν περιορίζονταν σε 10 ή 20 δραχμές, ήταν απερίγραπτη. Όπως και η απογοήτευση, όταν μας έδιναν… μελομακάρονο ή κουραμπιέ. Είχε όμως κι αυτό τη μαγεία του. Δεν μας κακόπεφτε ένα μικρό κολατσιό για να πάρουμε δυνάμεις να συνεχίσουμε μέχρι να γυρίσουμε το μεσημέρι στο σπίτι για τη μοιρασιά.
Γιατί τότε μοιραζόμασταν τα πάντα. Μισά μισά. Νιώθαμε ότι έχουμε δουλέψει και βγάλαμε λεφτά να πάρουμε δώρα στους γονείς, τους παππούδες, τα αδέλφια μας. Μόνοι μας, με τον κόπο μας. Ή έστω με τις φωνές μας. Η χαρά μας για τα δώρα που αγοράσαμε και που έμειναν χρήματα να πάρουμε ένα παιχνίδι και για εμάς μάς εκτόξευε στα ουράνια.
Γυρνούσαμε σπίτι κατάκοπα, αλλά ευτυχισμένα, μικρά πλάσματα.
Στο πνεύμα των Χριστουγέννων
Ανήμερα Χριστούγεννα για το σπίτι μας ήταν πάντα γιορτή, αφού ήταν και η ονομαστική του μπαμπά. Μαζευόμασταν το πρωί γύρω από το τραπέζι για τις πρώτες ευχές και την ανταλλαγή δώρων και μετά χαζεύαμε ατελείωτα χριστουγεννιάτικες παιδικές ταινίες, κινούμενα σχέδια και προγράμματαμε άφονη μουσική.
Το φωτάκια δεν έσβηναν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα για τις ευχές των ημερών, αλλά και του μπαμπά. Κάρτες, λουλούδια και δώρα κατέφταναν από νωρίς, ενώ φορούσαμε τα καινούργια μας ρούχα για να υποδεχθούμε τους επισκέπτες, αλλά και να βγάλουμε τις καθιερωμένες φωτογραφίες μπροστά στο στολισμένο δέντρο.
Το βράδυ το κουδούνι χτυπούσε και οι επισκέψεις μάς γέμιζαν χαρά, ειδικά όταν έρχονταν οι φίλοι μας για να κάνουμε άνω κάτω το δωμάτιό μου με τα παιχνίδια.
Η Παταπούφα, ο Φασουλέτος, ο Αγκαλίτσας και τα Λαχανόπαιδα ήταν η συντροφιά μας στα πιο μικρά μας, ενώ αργότερα όταν μεγαλώσαμε λιγάκι κλεινόμασταν στο δωμάτιο με την τηλεόραση για να εξοντώσουμε το ATARI.
Αν μπορούσα να περιγράψω κι άλλες τέτοιες στιγμές, δεν θα χωρούσε ένας ολόκληρος σκληρός δίσκος. Ατελείωτες αναμνήσεις, χρόνια ανέμελα, χαρούμενα, χωρίς ευθύνες -παιδιά ήμασταν άλλωστε- με μία γεύση μελομακάρονο και άρωμα κανέλλας, Άγιοι Βασίληδες και ελαφάκια, καμπανούλες και αγγελούδια.
Ίσως, φέτος να είναι μία καλή ευκαιρία να κλείσουμε για λίγο το Instagram ή το TikTok και να φέρουμε λίγη από τη μαγεία αυτή στο σπίτι μας. Ας φτιάξουμε τα γλυκά μας, χειροτεχνίες με μεταλλιζέ χαρτί ή να δούμε ταινίες με τα παιδιά μας. Όπως τότε…









